επέγγραφος

επέγγραφος
ἐπέγγραφος, -ον (Α)
επιγρ.
1. αυτός που γράφηκε στους καταλόγους επιπροσθέτως
2. (ο πληθ. τού αρσ. ως ουσ.) οἱ ἐπέγγραφοι
αυτοί που γίνονται δεκτοί στους αγώνες, αν και δεν είναι γραμμένοι στους καταλόγους τών πολιτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”