- επέγγραφος
- ἐπέγγραφος, -ον (Α)επιγρ.1. αυτός που γράφηκε στους καταλόγους επιπροσθέτως2. (ο πληθ. τού αρσ. ως ουσ.) οἱ ἐπέγγραφοιαυτοί που γίνονται δεκτοί στους αγώνες, αν και δεν είναι γραμμένοι στους καταλόγους τών πολιτών.
Dictionary of Greek. 2013.